ἐν ἀναβολῇ
1ἀναβολή — that which is thrown up fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2αναβολή — η (Α ἀναβολή) μετάθεση τού χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος, παράταση αρχ. 1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι, σωρός χωμάτων, όχθη ορύγματος 2. αυτό που ρίχνεται πάνω στους ώμους, μανδύας, επενδύτης 3. τρόπος τού να φοράει κανείς τον μανδύα 4.… …
3αναβολή — η η μετάθεση για το μέλλον της εκτέλεσης μιας πράξης: Ζητήθηκε από την υπεράσπιση αναβολή της δίκης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀναβολῇ — ἀναβολῆι , ἀναβολεύς groom who helps one to mount masc dat sg (epic ionic) ἀναβολή that which is thrown up fem dat sg (attic epic ionic) …
5ἀναβολαῖς — ἀναβολή that which is thrown up fem dat pl …
6ἀναβολαί — ἀναβολή that which is thrown up fem nom/voc pl …
7ἀναβολήν — ἀναβολή that which is thrown up fem acc sg (attic epic ionic) …
8ἀναβολῶν — ἀναβολή that which is thrown up fem gen pl …
9αμέλλητος — ἀμέλλητος, ον (Α) [μέλλω] ο γινόμενος δίχως αναβολή ή αυτός που δεν επιδέχεται αναβολή …
10αναστολή — Ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει διακοπή μιας φυσιολογικής δραστηριότητας. (Ιατρ.) Αρχικά, α. χαρακτηριζόταν η ενέργεια που ασκεί ένα νευρικό κέντρο για να ελαττώσει ή να εξαλείψει τα αποτελέσματα της φυσιολογικής δραστηριότητας ενός άλλου νευρικού… …