ἐν ἀκαρεῖ
1ἀκαρεῖ — ἀκαρής too short to be cut masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀκαρής too short to be cut masc/fem/neut dat sg …
2ακαρής — ἀκαρὴς ( οῡς), ὲς (Α) 1. πάρα πολύ κοντός, ελάχιστος (για μαλλιά τόσο κοντά που δεν μπορεί κανείς να τά κουρέψει) 2. (για χρονικό διάστημα) συντομότατος, στιγμιαίος «ἐν ἀκαρεῑ χρόνου», στη στιγμή (Αριστοφ. Πλούτ. 244) «ἐν ἀκαρεῑ», στη στιγμή,… …
3ՎԱՅՐ — (ի, աց, եւ ից եւ ուց.) NBH 2 0778 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c գ. τόπος locus, spatium եւ ὄπου ἑάν quocumque եւ այլն. Տեղի ո՛րպիսի եւ իցէ. եւ միջոց կամ ծագ տեղւոյ եւ ժամանակի, սահման. կողմն …