ἐν τῷ τοιούτῳ

  • 1τοιούτω — τοιοῦτος such as this masc nom/voc/acc dual τοιοῦτος such as this masc gen sg (doric aeolic) τοιοῦτος such as this neut gen sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2τοιούτῳ — τοιοῦτος such as this masc dat sg τοιοῦτος such as this neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3τοιούτωι — τοιούτῳ , τοιοῦτος such as this masc dat sg τοιούτῳ , τοιοῦτος such as this neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4τοιούτος — αύτη, ο / τοιοῡτος, αύτη, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, αύτα, ον, και επιτεταμένος τ. τού ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α (δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῑς τοιούτοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ …

    Dictionary of Greek

  • 5μεγεθύνω — (Α μεγεθύνω) αυξάνω το μέγεθος, τον όγκο, την έκταση, τις διαστάσεις ενός αντικειμένου, τό μεγαλώνω αρχ. 1. μεγαλύνω, εγκωμιάζω, εξυμνώ 2. είμαι υψηλός ως προς το ύφος («ὁ Πλάτων τοιούτῳ τινὶ χεύματι ἀψοφητὶ ῥέων οὐδὲν ἧττον μεγεθύνεται»,… …

    Dictionary of Greek

  • 6προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… …

    Dictionary of Greek

  • 7συγκακοπαθώ — έω, ΜΑ μετέχω στα παθήματα κάποιου («ἀγαλλιώμενοι σφόδρα, ὅτι τοιούτῳ ἀνδρὶ... συνεκακοπάθησαν», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. συμπαθώ, συμπονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κακοπαθῶ «πάσχω, ταλαιπωρούμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 8τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν …

    Dictionary of Greek

  • 9χεύμα — τὸ, ΜΑ καθετί που χύνεται και ρέει, ρους, ρεύμα (α. «πολλῷ τῷ χεύματι τοῡ νάματος», Ευσ. β. «ποτάμιον... χεῡμ ὑδάτων», Ευρ. γ. «χεῡμα θαλάσσης», Αισχύλ. δ. «χεῡμα... κασσιτέροιο» χυμένος κασσίτερος, Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μτφ. α) ροή, ρύση («δένδρον …

    Dictionary of Greek