ἐν τῷ νηῷ

  • 11πίων — ῑov και ανώμαλος τ. θηλ. πίειρα Α 1. (κυρίως στον Όμ. και ιδίως για ζώα) παχύς, ευτραφής («ἔθηκ ὄϊος καὶ πίονος αἰγός», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ. και ιδίως για άνδρες) σαρκώδης, λιπώδης («καὶ για γαστρώδεις καὶ παχύκνημοι καὶ πίονές εἰσιν ἀσελγῶς»,… …

    Dictionary of Greek

  • 12πρωτογλυφής — ές, Α αυτός που για πρώτη φορά ή πρόσφατα λαξεύθηκε με γλύφανο («οἷα καὶ νηῷ πρωτογλυφὲς ξόανον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γλυφής (< γλύφω), πρβλ. νεο γλυφής] …

    Dictionary of Greek