ἐν τῷ κάθημαι
51κάθησαι — κάθημαι to be seated perf ind mid 2nd sg …
52κάθησθε — κάθημαι to be seated perf ind mid 2nd pl καθίημι let fall aor subj mid 2nd pl …
53κάθησο — κάθημαι to be seated perf imperat mid 2nd sg …
54κάθῃ — κάθημαι to be seated pres subj mid 2nd sg καθίημι let fall aor subj mid 2nd sg …
55κάτησαι — κάθημαι to be seated perf ind mid 2nd sg …
56κάτησο — κάθημαι to be seated perf imperat mid 2nd sg …
57ἧτο — κάθημαι to be seated imperf ind mid 3rd sg …
58κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …
59διακάθηνται — διά , κατά κάθημαι to be seated pres ind mid 3rd pl διά , κατά κάθημαι to be seated pres ind mid 3rd pl (ionic) διά κάθημαι to be seated perf ind mid 3rd pl …
60καθῆσθ' — καθῆστο , κάθημαι to be seated plup ind mid 3rd sg καθῆσθε , κάθημαι to be seated plup ind mid 2nd pl καθῆσθαι , κάθημαι to be seated perf inf mid καθῆσθα , καθίημι let fall aor subj act 2nd sg (epic) καθῆσθα , καθίημι let fall aor subj act 2nd… …