ἐν τῷ κάθημαι

  • 121ανακάθημαι — (Α ἀνακάθημαι) κάθομαι ευθυτενής, έχοντας στητό το κορμί μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κάθημαι …

    Dictionary of Greek

  • 122δύνομαι — και δίνουμαι (Μ δίνομαι και δίνουμαι) 1. δύναμαι* 2. (για βάρος) αντέχω, μπορώ να κρατήσω 3. είμαι σε θέση να πετύχω κάτι μσν. 1. έχω το δικαίωμα ή την εξουσία 2. προλαβαίνω 3. τολμώ 4. υποφέρω, υπομένω, ανέχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος… …

    Dictionary of Greek

  • 123επικάθημαι — (AM ἐπικάθημαι) [κάθημαι] κάθομαι πάνω σε κάτι («γλαῦξ αὐτῇ ἐπικαθῆσθαι», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βαραίνω πάνω σε κάτι, πιέζω, καταπιέζω αρχ. 1. κάθομαι βαρύς κάπου, συνθλίβω 2. (για πόλη) είμαι χτισμένη, κείμαι 3. (απολ.) επωάζω, κλωσσώ 4. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 124καρέκλα — και καθέκλα και καδέγλα και καδέκλα, η το συνηθισμένο κάθισμα με στήριγμα για την πλάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. charegla που αποτελεί παραφθορά τού αρχ. βεν. cadegla < cadegra < λατ. cathedra < αρχ. ελλ. καθέδρα. Από τον τ. cadegla προέκυψε …

    Dictionary of Greek

  • 125παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …

    Dictionary of Greek

  • 126παράβυστος — ο / παράβυστος, ον, ΝΜΑ [παραβύω] φρ. «εν κρυπτῴ καὶ παραβύστῳ» σε απόμερο τόπο, σε απόκρυφο μέρος, κρυφά, μυστικά αρχ. 1. αυτός που πηγαίνει κάπου χωρίς να έχει προσκληθεί, που παρεμβαίνει κάπου αυτόκλητος, που χώνεται κάπου με δική του… …

    Dictionary of Greek

  • 127παρακάθημαι — ΝΜΑ κάθομαι κοντά σε κάποιον, παραπλεύρως κάποιου νεοελλ. μσν. κάθομαι μαζί με κάποιον ή δίπλα σε κάποιον, λαμβάνω μέρος σε συγκέντρωση μαζί με άλλους («παρακάθημαι σε γεύμα») αρχ. 1. (για στρατό) στρατοπεδεύω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 128περικάθημαι — και ιων. τ. περικάτημαι Α [κάθημαι] 1. κάθομαι ολόγυρα, περικαθέζομαι* 2. (σχετικά με πόλη) περικυκλώνω, πολιορκώ 3. πολιορκώ από τη θάλασσα, αποκλείω 4. κάθομαι κοντά σε κάποιον ως σύντροφος ή φίλος …

    Dictionary of Greek