ἐν τῇ συμμαχίᾳ

  • 1συμμαχία — συμμαχίᾱ , συμμαχία alliance fem nom/voc/acc dual συμμαχίᾱ , συμμαχία alliance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2συμμαχία — Προσωρινή ή μόνιμη σχέση πολιτικής συνεργασίας μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών που καθορίζεται με συνθήκη. Η συνεργασία μπορεί να έχει γενικό ή ειδικό χαρακτήρα. Στην πρώτη περίπτωση η συνθήκη υποχρεώνει τα σύμμαχα κράτη v’ ασκούν γενικά κοινή… …

    Dictionary of Greek

  • 3συμμαχία — η 1. διεξαγωγή κοινού αγώνα. 2. συνασπισμός δύο ή περισσότερων κρατών για αντιμετώπιση κοινού εχθρού: Το ΝΑΤΟ είναι μια αμυντική συμμαχία. 3. συνένωση των δυνάμεων δύο ατόμων για την επίτευξη κοινού σκοπού: Οι προσπάθειες για εκλογική συμμαχία… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4συμμαχίᾳ — συμμαχίαι , συμμαχία alliance fem nom/voc pl συμμαχίᾱͅ , συμμαχία alliance fem dat sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5Αθηναϊκή Συμμαχία — Συμμαχία με την ηγεσία της αρχαίας Αθήνας. Διακρίνεται σε Α’ ή ναυτική συμμαχία της Δήλου (478 π.Χ.) και σε Β’ (378 π.Χ.). Βλ. λ. Αθήνα, Δήλος, Δωδεκάνησα, Κυκλάδες, Μήλος …

    Dictionary of Greek

  • 6Διπλή Συμμαχία — Γαλλορωσική συμμαχία του 1891 (συμπληρώθηκε με μια στρατιωτική συμφωνία το 1893 94), που δημιουργήθηκε σε αντίθεση προς την Τριπλή Συμμαχία. Παρά την προσπάθεια που έγινε το 1899 να ενισχυθεί η Δ.Σ., στην πραγματικότητα, για πολλά χρόνια η δράση… …

    Dictionary of Greek

  • 7Δηλιακή Συμμαχία — Πολιτικοθρησκευτική ένωση των Ιώνων, που υπαγόταν σε αρχαιότατη αμφικτιονία και είχε κέντρο τη Δήλο. Λίγο μετά τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., ο Πεισίστρατος επιχείρησε να την εξαρτήσει από την Αθήνα, κάτι που κατόρθωσε ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης …

    Dictionary of Greek

  • 8Αγία Συμμαχία — Έτσι ονομάστηκε η συμμαχία μεταξύ Βενετίας, Βατικανού και Ισπανίας (1510), που στρεφόταν αποκλειστικά κατά της Γαλλίας …

    Dictionary of Greek

  • 9Τετραπλή Συμμαχία — Στρατιωτική συμμαχία μεταξύ Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας, Ολλανδίας και Αυστρίας, για την παρεμπόδιση των προσπαθειών της Ισπανίας, που την κυβερνούσε ο καρδινάλιος Αλμπερόνι, να δημιουργήσει στην Ιταλία κράτη για τους γιους του Φίλιππου E’ και της …

    Dictionary of Greek

  • 10Τριπλή Συμμαχία — Η συμφωνία, που υπέγραψαν στις 20 Μαΐου 1882 η Γερμανία, η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία, τμήμα του πυκνού δικτύου συμμαχιών, που οργάνωσε ο Βίσμαρκ, για να διατηρήσει στην Ευρώπη το status quo που δημιουργήθηκε μετά τον γαλλοπρωσικό πόλεμο του… …

    Dictionary of Greek