ἐν τρίποδι
1τριπόδι — το, Ν ο τριποδισμός τού αλόγου, καλπασμός, αλλ. αντριπόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πόδι] …
2τριπόδι — το τριποδισμός (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3τρίποδι — τρίπους three footed masc/fem/neut dat sg …
4ENTHEI — Gentilium Vates. Firmicus. Astronom. l. 8. c. 20. Vates faciet. Entheos, qui in templis consueverint vaticinari. Et c. 26. Entheos sacerdotes faciet, dantes vera responsa quaerentibus. Item l. 6. c. 3. Entheos faciet, templorum obsequiis depuatos …
5καλπασμός — ο (Α καλπασμός) [καλπάζω] ο ταχύτερος από τους βηματισμούς τού αλόγου που εκτελείται σε τρεις χρόνους και ακολουθείται από έναν μικρό χρόνο αιωρήσεως, γκαλόπ, τριποδισμός, τριπόδι …
6τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα …
7tripod — TRIPÓD, tripoduri, s.n. 1. (înv.) Trepied. 2. (mar.) Macara de forţă alcătuită din trei picioare reunite sus. – Din ngr. tripódi. Trimis de LauraGellner, 01.07.2004. Sursa: DEX 98 TRIPÓD s. v. trepied. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa:… …
8τριποδισμός — ο 1. καλπασμός αλόγου, τριπόδι. 2. χαρακτηριστικός βηματισμός αυτών που πάσχουν από παράλυση των δαχτύλων των ποδιών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9τρίποδ' — τρίποδα , τρίπους three footed neut nom/voc/acc pl τρίποδα , τρίπους three footed masc/fem acc sg τρίποδι , τρίπους three footed masc/fem/neut dat sg τρίποδε , τρίπους three footed masc/fem/neut nom/voc/acc dual …