ἐν τοῖς ἐφήβοις

  • 1νεανισκεύομαι — (Α) [νεανίσκος] βρίσκομαι στη νεανική ηλικία («ἔξεστιν αὐτοῑς ἐν τοῑς ἐφήβοις νεανισκεύεσθαι», Ξεν.) …

    Dictionary of Greek

  • 2πλατειάζω — και πλατυάζω / πλατειάζω, ΝΑ, δωρ. τ. πλατειάσδω Α νεοελλ. επεκτείνω τον λόγο μου με περιττές και ανούσιες λέξεις ή φράσεις, περιττολογώ αρχ. 1. πλήττω, χτυπώ κάτι με την παλάμη 2. μιλώ ή προφέρω τις λέξεις με τραχιά, βαριά προφορά όπως οι… …

    Dictionary of Greek

  • 3σκηναρχώ — έω, Α είμαι αρχηγός σε σκηνή («σκηναρχήσας ἐν τοῑς ἐφήβοις», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + αρχῶ, πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. *σκηνάρχης (πρβλ. τριηρ αρχῶ)] …

    Dictionary of Greek

  • 4PANELLENIA — Graece Πανελλήνια, nomen agonis, Athenis olim celebrari soliti, cuius mentio in veteri Inscr Παναθήναια, Ο᾿λύμπια, Πανελλήνια, Α᾿δρίανεια. Ubi Vir quidam summus quatuor illos agones pro uno accepit et de Hadrianeis interpretatur. Multis enim in… …

    Hofmann J. Lexicon universale