ἐν τοῖς μέρεσι

  • 1BELLI indicendi ac gerendi ritus — Romani, ut inquit Varro bella et tarde, et nullâ licentiâ suscipiebant, et quod bellum nullum nisi pium putabant geri oportere, prinsquam indicerent bellum iis, a quibus iniurias factas seiebant, Faeciales legatos res repetitum mittebant quatuor …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 2TYRO — I. TYRO aliis Tiro, Graece νέος ςτρατιώτης, πρωτόπειρος, novus miles, an a τείρομαι, etiam de Adolescentibu, ad forensia studia se praeparantibus, apud Plinium et Quintilianum reperitur Instit. Orat. l. 12. c. 6. Erat autem apud Romanos Tyrocinii …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 3συνεπιγράφω — Α [ἐπιγράφω] 1. καταγράφω κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον άλλο 2. αναγράφω κάποιον ως αίτιο μαζί ή συγχρόνως με κάποιον άλλο («ὅθεν οἱ μεγάλοι καὶ δαίμονα καὶ τύχην τοῑς κατορθώμασι συνεπιγράφουσιν», Πλούτ.) 3. μέσ. συνεπιγράφομαι επιδοκιμάζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 4συμφθίνω — Α [φθίνω] φθίνω συγχρόνως («συμφθίνει γὰρ [τὰ ὀστᾱ] τῷ σώματι καὶ τοῑς μέρεσι», Αριστοτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 5ДОБРОДЕТЕЛЬ — фундаментальная философско богословская категория, обозначающая ценностно значимый аспект духовно нравственного совершенства человека. Слово «Д.», появившееся, вероятно, как калька с греч. термина καλοποιΐα (Lexikon zur Byzantinischen Gräzität /… …

    Православная энциклопедия

  • 6περίμηρος — ον, Α αυτός που βρίσκεται γύρω από τον μηρό («τοῑς περιμήροις τοῡ σώματος μέρεσι», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μηρός] …

    Dictionary of Greek

  • 7συνισχναίνω — Α 1. μαζί με κάποιον άλλο συντελώ στην περιστολή, λιγοστεύω κάτι από κοινού με άλλον («ἀλλ ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῑ», Ευρ.) 2. παθ. συνισχναίνομαι α) συστέλλομαι, ξηραίνομαι («αἱ φλέβες κακοῡνται καὶ μέρος τι συνισχναίνονται», Ιπποκρ.)… …

    Dictionary of Greek