ἐν τεσσαρά-
1τεσσάρα — η, Ν 1. σύνολο από τέσσερεις όμοιες μονάδες, τετράδα 2. μτφ. (στον στρατό ή στο σχολείο) τιμωρία τεσσάρων ημερών («πήρε μια τεσσάρα γιατί τσακώθηκε») 3. στον πληθ. οι τεσσάρες (στο τάβλι) η περίπτωση που και τα δύο ζάρια δείχνουν από τέσσερα… …
2τεσσάρα — η 1.η τετράδα. 2. ποινή τεσσάρων ημερών στο στρατό: Έφαγε μια τεσσάρα. 3. στον πληθ., τεσσάρες, οι όταν δύο ζάρια δείχνουν το καθένα τον αριθμό 4, ντόρτια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3τέσσαρα — Ν βλ. τέσσερεις …
4τέσσαρα — τέσσαρες four neut nom/voc/acc pl …
5τέσσαρες — τέσσαρα, ΝΜΑ άκλ. (λόγιος τ.) (απόλ. αριθμτ.) βλ. τέσσερεις …
6τεσσαράκονθ' — τεσσαρά̱κοντα , τεσσαράκοντα forty indeclform (numeral) …
7τεσσαράκοντ' — τεσσαρά̱κοντα , τεσσαράκοντα forty indeclform (numeral) …
8τεσσαράκοντα — τεσσαρά̱κοντα , τεσσαράκοντα forty indeclform (numeral) …
9τέσσαρ' — τέσσαρα , τέσσαρες four neut nom/voc/acc pl …
10τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες …