ἐν ταὐτῷ ς
1ταυτώ — όω, ΜΑ [ταυτόν] μέσ. ταὐτοῡμαι, όομαι ταυτίζομαι απολύτως με κάτι αρχ. καθιστώ κάτι ίδιο με κάτι άλλο …
2ταὐτῶ — ταὐτάζω fut ind act 1st sg (attic epic ionic) ταὐτός identical masc/neut gen sg (doric aeolic) …
3ταὐτῷ — ταὐτάζω fut opt act 3rd sg ταὐτός identical masc/neut dat sg …
4ταὐτώ — ταὐτός identical masc/neut nom/voc/acc dual …
5ταὐτῶι — ταὐτῷ , ταὐτάζω fut opt act 3rd sg ταὐτῷ , ταὐτός identical masc/neut dat sg …
6Misogyny — Part of a series on Discrimination General forms …
7Лимма — (устар. леймма) (греч. λεῖμμα  остаток, лат. limma, реже leimma)  музыкальный интервал, соответствующий диатоническому полутону (малой секунде) пифагорова строя. Согласно античному определению, восходящему к пифагорейской… …
8έννοια — (I) η (AM ἔννοια) [εννοώ] 1. η αντίληψη, η σύλληψη με τον νου τού περιεχομένου ενός συγκεκριμένου ή αφηρημένου πράγματος, η ιδέα που σχηματίζεται στον νου για ένα πράγμα («η έννοια τού ανθρώπου» «τοῡ καλοῡ ἔννοιαν ἔχειν», Αριστοτ.) 2. (λογ. και… …
9μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …
10ομήγοροι — ὁμήγοροι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἰσάγοροι, ἐν ταυτῷ συνήγοροι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ἀγορεύω. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. κατ ήγορος, συν ήγορος)] …
- 1
- 2