ἐν συστροφῇ
1συστροφῇ — συστροφή twisting together fem dat sg (attic epic ionic) …
2συστροφή — twisting together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3συστροφή — η, ΝΜΑ [συστρέφω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστρέφω, περιδίνηση, σύστρεψη νεοελλ. 1. ιατρ. περιστροφή τού στομάχου γύρω από τον επιμήκη του άξονα, ή τού σιγμοειδούς γύρω από τον αγγειακό του μίσχο, που οδηγεί σε απόφραξη τού οργάνου και… …
4ξυστροφή — συστροφή , συστροφή twisting together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5συστροφῆι — συστροφῇ , συστροφή twisting together fem dat sg (attic epic ionic) …
6συστροφαῖς — συστροφή twisting together fem dat pl …
7συστροφαί — συστροφή twisting together fem nom/voc pl …
8συστροφῆς — συστροφή twisting together fem gen sg (attic epic ionic) …
9συστροφήν — συστροφή twisting together fem acc sg (attic epic ionic) …
10συστροφῶν — συστροφή twisting together fem gen pl …