ἐν πέρδιξιν
1Πέρδιξιν — Πέρδιξ partridge masc dat pl (epic) …
2πέρδιξιν — πέρδῑξιν , πέρδιξ partridge masc/fem dat pl (epic) …
3χηνομεγέθης — έγεθες, Α μεγάλος σαν χήνα («πέρδιξιν, οὕς χηνομεγέθεις εἶναι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. ἰσο μεγέθης] …