ἐν νηυσίν
1νηυσίν — ναῦς ship fem dat pl (epic ionic) …
2AENEAS — I. AENEAS Anchisae et Veneris fil. princeps Troianus, post longos errores in Italiam pervenit ad Evandrum ac Tyrrhenos, apud quos regnavit Tarchon iunior ann. 20. Primus fuit Latinorum Rex, regnavitque post soceri Latuni mortem ann. 3. Turnum… …
3ενίημι — (Α ἐνίημι) [ίημι] 1. νεοελλ. (για φάρμακα, δηλητήρια) εισάγω με σύριγγα στο σώμα, κάνω ένεση, εγχέω θεραπευτικό υγρό αρχ. 1. στέλνω μέσα, εμβάλλω, ρίχνω μέσα 2. εμβάλλω κάτι στην ψυχή κάποιου, εμπνέω («πὰρ δέ μοι στῆθι μένος πολυθαρσὲς ἐνεῑσα»… …
4επιπροΐημι — ἐπιπροΐημι (Α) [προΐημι] 1. στέλνω, κατευθύνω, ξαποστέλνω κάποιον σ’ έναν τόπο («τὸν μέν... νηυσὶν ἐπιπροέηκα Ἴλιον εἴσω», Ομ. Ιλ.) 2. ρίχνω, εκσφενδονίζω …
5επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… …
6πέρνημι — Α 1. (σχετικά με αιχμαλώτους ή εμπορεύματα) βγάζω από τη χώρα για να πουλήσω αλλού (α. «σέ γε... νηυσὶν λάβον ἠδ ἐπέρασσαν τοῡδ ἀνδρὸς πρὸς δώματα», Ομ. Ιλ. β. «τοῑς ξένοις τὰ χρήματα περνάντα σ εἶδον», Ευρ.) 2. πουλώ, εμπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο… …
7περιδίω — Α (επικ. τ. τού περιδείδω) φοβούμαι, ανησυχώ πολύ (α. «περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν» β. «περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν μή τι πάθοι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δίω, επικ. τ. τού δείδω] …