ἐν δόμῳ
1δομώ — δομώ, δόμησα βλ. πίν. 73 …
2δομώ — (I) δομῶ ( έω) (AM) χτίζω, οικοδομώ. (II) δομῶ ( όω) (Α) προσφέρω στέγη, φιλοξενία σε κάποιον …
3δομώ — δόμησα, δομήθηκα, δομημένος, χτίζω, οικοδομώ, διαρθρώνω, συνδέω: Η έκφρασή του δε είναι κατανοητή, γιατί δεν είναι καλά δομημένη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4δομῶ — δομάω pres imperat mp 2nd sg δομάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) δομάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) δομάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) δομάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) δομάω imperf ind mp 2nd …
5δόμω — δόμος domus masc nom/voc/acc dual δόμος domus masc gen sg (doric aeolic) δομόω provide with lodging pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δομόω provide with lodging imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
6δόμῳ — δόμος domus masc dat sg …
7δόμωι — δόμῳ , δόμος domus masc dat sg …
8κηροδομώ — κηροδομῶ, έω (Α) (για τις μέλισσες) οικοδομώ με κερί, κατασκευάζω κηρήθρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + δομῶ (< δομώ < δόμος), πρβλ. λιθο δομώ, οικο δομώ] …
9πηλοδομώ — έω, Α (για τα χελιδόνια) χτίζω χρησιμοποιώντας λάσπη ως υλικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + δομῶ (< δομος < δέμω «κατασκευάζω»), πρβλ. οικο δομώ] …
10αναδομώ — ( έω) (Μ ἀναδομῶ) ανοικοδομώ, ξαναχτίζω νεοελλ. ανασυγκροτώ, ανασυνθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δομῶ < δέμω. ΠΑΡ. μσν. ἀναδομή] …
- 1
- 2