ἐν δίκῃ

  • 121ανέδαφος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει δική του γη, δική του πατρίδα 2. (για κρατική εξουσία) εκείνη που ασκείται σε ξένη χώρα, από εξόριστη κυβέρνηση …

    Dictionary of Greek

  • 122ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… …

    Dictionary of Greek

  • 123αντίδικος — ο (Α ἀντίδικος, ον) ο αντίπαλος σε δίκη, ο καθένας από τους δύο διαδίκους αρχ. 1. ο εναγόμενος, ο κατηγορούμενος 2. ο μηνυτής, ο ενάγων 3. ο εχθρός, ο αντίπαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + δικος < δίκη] …

    Dictionary of Greek

  • 124αντιδικώ — (Α ἀντιδικῶ, έω) [αντίδικος] 1. είμαι αντίδικος κάποιου σε δίκη 2. διαφωνώ, φιλονικώ με κάποιον αρχ. 1. ενάγω κάποιον, προσφεύγω στο δικαστήριο 2. οἱ ἀντιδικοῡντες οι αντίδικοι 3. υπερασπίζω τον εαυτό μου σε δίκη 4. έρχομαι σε αντιδικία με… …

    Dictionary of Greek

  • 125απελεύθερος — O δούλος που γινόταν ελεύθερος κατά την αρχαιότητα. Στην αρχαία Αθήνα, ένας δούλος μπορούσε να απελευθερωθεί από την ίδια την πολιτεία, από τον κύριό του ή με διαθήκη του τελευταίου και, τέλος, εξαγοράζοντας o ίδιος την ελευθερία του. Στη νέα του …

    Dictionary of Greek

  • 126αρχή — Όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να υποδείξει την πρωταρχική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν όλα τα πράγματα, είτε με τη χρονική έννοια (αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησαν όλα τα πράγματα ως προς την ύπαρξή τους) είτε με τη μεταφυσική… …

    Dictionary of Greek

  • 127ατίμητος — η, ο (AM ἀτίμητος, ον) [ατιμώ ( άω)] 1. αυτός που δεν τον έχει τιμήσει κανείς, ο περιφρονημένος 2. ανεκτίμητος, πολύτιμος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ανταμειφθεί για κάτι 2. «ἀτίμητος δίκη» δίκη της οποίας η τιμωρία είναι ορισμένη εκ των προτέρων… …

    Dictionary of Greek

  • 128αυθόρμητος — η, ο (Μ αὐθόρμητος, ον) νεοελλ. αυτός που ενεργεί η εκδηλώνεται με δική του παρόρμηση, πηγαίος, φυσικός μσν. με δική του θέληση, εκούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + ορμώ < ορμή] …

    Dictionary of Greek