ἐνώπιος
1ἐνώπιος — facing masc/fem nom sg …
2ενώπιος — (AM ἐνώπιος, ον) (το ουδ. ως επίρρ. ή πρόθ. με γεν.) ενώπιον κατά πρόσωπο, μπροστά σε κάποιον (α. «ενώπιον εμού τού συμβολαιογράφου» β. «ενώπιόν του εστάθησαν αρματωμένοι πάντες», Χρον. Mορ. γ. «ἐνώπιον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων», Αισχίν.) αρχ. 1.… …
3ἐνώπιον — ἐνώπιος facing indeclform (prep) ἐνώπιος facing masc/fem acc sg ἐνώπιος facing neut nom/voc/acc sg …
4ἐνωπίως — ἐνώπιος facing adverbial ἐνώπιος facing masc/fem acc pl (doric) …
5ἐνωπίους — ἐνώπιος facing masc/fem acc pl …
6ἐνωπίῳ — ἐνώπιος facing masc/fem/neut dat sg …
7ἐνώπιοι — ἐνώπιος facing masc/fem nom/voc pl …
8ἐνώπι' — ἐνώπια , ἐνώπια face neut nom/voc/acc pl ἐνώπια , ἐνώπιος facing neut nom/voc/acc pl ἐνώπιε , ἐνώπιος facing masc/fem voc sg …
9αντενώπιος — ἀντενώπιος, ον (Μ) [ενώπιος] (για μάχη) αυτός που γίνεται κατά μέτωπον …
10αντώπιος — ἀντώπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπιος < ωπ (< ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)] …
- 1
- 2