ἐνίσπω
1ενίσπω — ἐνίσπω (Α) μτγν. ποιητ. τ. τού ενέπω* λέγω, διηγούμαι, συνομιλώ, παραινώ, ονομάζω, προσαγορεύω …
2ἐνισπῶ — ἐν σπάω drawnthrough pres imperat mp 2nd sg ἐν σπάω drawnthrough pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐν σπάω drawnthrough pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐν σπάω drawnthrough imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …
3ἐνίσπω — ἐνέπω tell aor subj act 1st sg …
4πολυκηδής — ές, Α 1. αυτός που έχει πολλές έγνοιες 2. αυτός που έχει πολλές στενοχώριες («εἰ δ ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ ἐνίσπω», Ομ. Οδ.) 3. ο αίτιος πολλών συμφορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κηδής (< κῆδος, τὸ «φροντίδα, έγνοια»), πρβλ. φιλο κηδής] …