ἐνίκησε

  • 1ἐνίκησε — ἐνί̱κησε , νικάω conquer aor ind act 3rd sg (attic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Complemento directo — En sintaxis se llama complemento directo u objeto directo a la función que desempeña un sintagma nominal, un pronombre o una proposición subordinada sustantiva que es requerida de forma directa y obligatoria por un verbo transitivo: En los… …

    Wikipedia Español

  • 3побѣдити — ПОБѢ|ДИТИ (415), ЖОУ (ЖДОУ), ДИТЬ гл. 1.Победить, одержать победу: ˫ависѧ геѡоргиѥ. ˫ако добръ воинъ наречесѧ. и вражи˫а пълкы. побѣдилъ ѥси. Стих 1156–1163, 100 об.; семь (ж). лѣ(т). побѣди мьстисла(в). на борѹ чюдь. ЛН XIII2, 8 (1113); гл҃и ми …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 4Epeo de Élide — Para otros usos de este término, véase Epeo. Epeo de Élide (en griego Ἐπειός ὁ Ἠλείος, Epeiós ho Eleíos ) fue el tercer rey mítico de la antigua Élide. Es héroe epónimo de los epeos, una de las denominaciones de los habitantes de la Élide. Era… …

    Wikipedia Español

  • 5νικώ — και ανικώ, άω (ΑΜ νικῶ, άω, Α ιων. τ. νικέω, αιολ. δωρ. τ. νίκημι) 1. καταβάλλω κάποιον σε μάχη, μονομαχία ή άλλη αναμέτρηση, βγαίνω νικητής, υπερισχύω σε μάχη ή αγώνα υλικό, πνευματικό ή ηθικό 2. (γενικά) καθυποτάσσω, επιβάλλομαι (α. «κάλλει… …

    Dictionary of Greek

  • 6Σ, σ, ς — (αρχαία ελληνικά σίγμα και σΣ, σ, ςιγμα). Το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Αντιστοιχεί προς το σημιτικό shim (= δόντι, δέντρο). Στην ονομασία shim αντιστοιχεί η δωρική ονομασία σαν, ενώ η ονομασία σίγμα προέρχεται από το σημιτικό… …

    Dictionary of Greek

  • 7ξεσκλαβώνω — ξεσκλάβωσα, ξεσκλαβώθηκα, ξεσκλαβωμένος 1. δίνω την ελευθερία, ελευθερώνω υπόδουλο: Ενίκησε ο κύρης τση κι η χώρα ξεσκλαβώθη (Ερωτόκριτος). 2. μτφ., απαλλάσσω κάποιον από δύσκολη θέση: Παραιτήθηκα και ξεσκλαβώθηκα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)