ἐνέρευθες
1ἐνερευθές — ἐνερευθής somewhat red masc/fem voc sg ἐνερευθής somewhat red neut nom/voc/acc sg …
2ἐνέρευθες — ἐν ἐρεύθω make red imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
3ενερευθής — ἐνερευθής, ές (Α) [έρευθος] 1. κοκκινωπός, υποκόκκινος, ερυθρωπός 2. το ουδ. ως ουσ. το ἐνερευθές ερυθρίαση, ερύθημα, κοκκίνισμα («παρειῶν τὸ ἐνερευθές», Λουκ.) …