ἐνάργημα
1ενάργημα — ἐνάργημα, το (Α) 1. αυτό που διακρίνεται ξεκάθαρα, που φαίνεται ευκρινώς, το σαφώς αντιληπτό, δεδομένο τής πείρας 2. στον πληθ. σαφή γεγονότα …
2ἐνάργημα — clearly perceived phenomenon neut nom/voc/acc sg …
3ἐναργημάτων — ἐνάργημα clearly perceived phenomenon neut gen pl …
4ἐναργήμασι — ἐνάργημα clearly perceived phenomenon neut dat pl …
5ἐναργήμασιν — ἐνάργημα clearly perceived phenomenon neut dat pl …
6ἐναργήματα — ἐνάργημα clearly perceived phenomenon neut nom/voc/acc pl …
7ἐναργήματι — ἐνάργημα clearly perceived phenomenon neut dat sg …
8εναργής — ές (AM ἐναργής, ές) 1. ευκρινής, εμφανής, σαφής, καθαρός, ολοφάνερος («ἰδόντα ὄψιν ἐνυπνίου ἐναργεστάτην», Ηροδ.) 2. (για λόγο) σαφής, ευνόητος, κατανοητός («σημεῑα ἐναργέστερα», Πλάτ.) αρχ. 1. αισθητός, ορατός («χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι… …