ἐνώπια
1ενώπια — ἐνώπια, τα (Α) 1. ο εσωτερικός τοίχος ενός οικοδομήματος που τόν συναντούσε απέναντί του ο εισερχόμενος («ἄρματα δ ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα», Ομ. Ιλ.) 2. γενικώς οι τοίχοι τού οικοδομήματος 3. πιθ. πρόσοψη 4. (επιγρ. και στον ενικό)… …
2ἐνώπια — face neut nom/voc/acc pl ἐνώπιος facing neut nom/voc/acc pl …
3ἐνώπι' — ἐνώπια , ἐνώπια face neut nom/voc/acc pl ἐνώπια , ἐνώπιος facing neut nom/voc/acc pl ἐνώπιε , ἐνώπιος facing masc/fem voc sg …
4ἐνωπίοις — ἐνώπια face neut dat pl ἐνώπιος facing masc/fem/neut dat pl …
5ἐνωπίων — ἐνώπια face neut gen pl ἐνώπιος facing masc/fem/neut gen pl …
6προνώπιος — ία, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται έξω από τα ενώπια*, μπροστά από την είσοδο τού σπιτιού, έξω από το σπίτι 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προνώπια ο χώρος μπροστά από την είσοδο τού σπιτιού, τα πρόθυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. προνώπιος διαφέρει… …