ἐνύπαρκτος

  • 1ενύπαρκτος — ἐνύπαρκτος, ον (Μ) 1. αυτός που υπάρχει κάπου, ο υπαρκτός 2. αυτός που δεν έχει δική του υπόσταση αλλά ενυπάρχει σε κάποιο άλλο πράγμα …

    Dictionary of Greek