ἐνόδιος
1ενόδιος — ἐνόδιος, ία, ον και ἐνόδιος, ον (επικ. τ. εἰνόδιος, ίη, ον) (Α) [οδός] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή δίπλα στον δρόμο («τῶν γὰρ πόλεων τὰς ἐνοδίους καὶ παραθαλαττίους», Πλούτ.) 2. ο χρήσιμος για τον δρόμο 3. ως επίθ. τών θεών, τών οποίων έστηναν… …
2ἐνόδιος — in masc nom sg …
3Ενόδιος, Μάγνος Φήλιξ — (Ennodius, 6ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Κατατάχθηκε σε μοναχικό τάγμα, παρά το γεγονός ότι είχε παντρευτεί. Εξελέγη επίσκοπος της Παβίας το 513 και στάλθηκε δύο φορές από τον πάπα στον αυτοκράτορα Αναστάσιο, για να… …
4εἰνοδίων — ἐνόδιος in fem gen pl ἐνόδιος in masc/neut gen pl εἰνόδιος masc/fem/neut gen pl …
5εἰνόδιον — ἐνόδιος in masc acc sg ἐνόδιος in neut nom/voc/acc sg εἰνόδιος masc/fem acc sg εἰνόδιος neut nom/voc/acc sg …
6ἐνοδίων — ἐνόδιος in fem gen pl ἐνόδιος in masc/neut gen pl …
7ἐνόδιον — ἐνόδιος in masc acc sg ἐνόδιος in neut nom/voc/acc sg …
8εἰνοδίη — ἐνόδιος in fem nom/voc sg (epic ionic) …
9εἰνοδίην — ἐνόδιος in fem acc sg (epic ionic) …
10εἰνοδίης — ἐνόδιος in fem gen sg (epic ionic) …