ἐνυπάρχω
1ενυπάρχω — βλ. πίν. 223 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …
2ενυπάρχω — (AM ἐνυπάρχω) 1. υπάρχω κάπου, υπάρχω μέσα σε κάτι 2. είμαι έμφυτος, συμφυής αρχ. μσν. 1. βρίσκομαι σε μια κατάσταση 2. (γ πρόσ.) ἐνυπάρχει υπάρχει κάτι μέσα σε κάποιον 3. υπάρχω πραγματικά 4. περιβάλλομαι αρχ. (λογ.) περιλαμβάνομαι, περιέχομαι …
3υπένειμι — Α ενυπάρχω κάτω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἔνειμι «ενυπάρχω»] …
4εμπεριέχω — (AM ἐμπεριέχω) περικλείω, περιλαμβάνω μέσ. ενυπάρχω, υφίσταμαι …
5εμπολιτεύω — ἐμπολιτεύω (AM) 1. είμαι πολίτης, αποκτώ κάπου πολιτικά δικαιώματα 2. παθ. γίνομαι δεκτός ως πολίτης 3. μτφ. μέσ. εγκατοικώ, ενυπάρχω, επικρατώ, υφίσταμαι μόνιμα («ἀφροσύνη ένεπολίτευσε τῷ ἔθνει», Ιώσηπ.) 4. συζητώ για πολιτικά 5. (αμτβ.) εισάγω …
6ενιζάνω — ἐνιζάνω (AM) [ιζάνω] 1. κάθομαι μέσα σε κάτι, καθίζω κάπου («τὸ μὴ ἐφάπτεσθαι αὐτοῡ μηδ ἐνιζάνειν μυίας» να μην τό αγγίζουν ούτε να κάθονται πάνω του μύγες, Τζέτζ.) 2. μτφ. (για την ψυχή, τη διάνοια κ.λπ.) εγκαθίσταμαι, ενοικώ, ενυπάρχω 3. και το …
7ενυπόκειμαι — ἐνυπόκειμαι (Α) ενυπάρχω, υπόκειμαι, βρίσκομαι μέσα σε κάτι …
8επιγίγνομαι — ἐπιγίγνομαι και ἐπιγίνομαι (AM) [γίγνομαι] 1. γεννιέμαι μετά από κάποιον άλλο («oἱ επιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί» «οὐ γὰρ ἀΐδιός ἐστιν, ἀλλ ὕστερον ἐπιγέγονεν») 2. γίνομαι μετά από κάποιον ή κάτι («οὔπω πατὴρ ἦν, ὕστερον δ ἐπεγένετο πατήρ») 3.… …
9περίκειμαι — ΝΑ [κείμαι] είμαι τοποθετημένος γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι από παντού, βρίσκομαι γύρω από κάτι αρχ. 1. φέρω κάτι γύρω στο σώμα μου, ντύνομαι, φορώ 2. μτφ. ενυπάρχω σε κάτι, έχω προσαφθεί σε κάτι 3. (η μτχ. εν. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ… …
10προεγκάθημαι — Α ενυπάρχω εκ τών προτέρων («οἱ διὰ τὰς προεγκαθημένας αὐτοῑς ὁρμὰς ὀλιγωροῡντες τοῡ καθήκοντος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκάθημαι «ενεδρεύω, ελλοχεύω»] …
- 1
- 2