ἐνυπνίῳ
1ἐνυπνίῳ — ἐνύπνιον thing seen in sleep neut dat sg ἐνύπνιος in sleep masc/fem/neut dat sg …
2ἐνυπνίωι — ἐνυπνίῳ , ἐνύπνιον thing seen in sleep neut dat sg ἐνυπνίῳ , ἐνύπνιος in sleep masc/fem/neut dat sg …
3πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …