ἐντριβῶς

  • 1εντριβής — ές (AM ἐντριβής, ές) 1. έμπειρος, πεπειραμένος, εξασκημένος, ειδικός, δοκιμασμένος, δόκιμος (μτφ. από τα κράματα που έτριβαν πάνω στη λυδία λίθο, για να ελέγξουν την καθαρότητά τους σε χρυσό) (α. «είναι εντριβής φιλόλογος» β. «πρὶν ἄν ἀρχαῑς τε… …

    Dictionary of Greek