ἐντομή
1ἐντομῇ — ἐντομή slit fem dat sg (attic epic ionic) …
2ἐντομή — slit fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3εντομή — η (Α ἐντομή) εγκοπή, σχισμή, αυλάκωμα νεοελλ. 1. ανατ. ονομασία που δίνεται σε σχισμές ή αύλακες που παρατηρούνται σε διάφορα οστά ή άλλα όργανα 2. κάθε τομή τού φλοιού που αποβλέπει στην ενδυνάμωση τού φυτού («εγκάρσια εντομή», «δακτυλοειδής… …
4εντομή — η 1. σχισμή, εγκοπή, χαραγή, αυλάκωμα. 2. (ανατ.), σχισμή ή αυλάκι σε κόκαλα ή σε άλλα όργανα: Μεσοσπονδύλια εντομή. 3. (βοτ.), κάθε τομή (χάραξη) του φλοιού για το δυνάμωμα του φυτού: Εγκάρσια εντομή. 4. (ναυτ.), κενό σε ξύλο, όπου μπαίνει και… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἐντομαῖς — ἐντομή slit fem dat pl …
6ἐντομαί — ἐντομή slit fem nom/voc pl …
7ἐντομῆς — ἐντομή slit fem gen sg (attic epic ionic) …
8ἐντομήν — ἐντομή slit fem acc sg (attic epic ionic) …
9ἐντομῶν — ἐντομή slit fem gen pl …
10χαράκι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Ρόδου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαλώνος. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.), στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα …