ἐντομή
41περιτομή — Θρησκευτική πρακτική, που συνίσταται στην κοπή του χαλινού της πόσθης ή στην εκτομή ολόκληρης της πόσθης. Η π., που ήταν γνωστή από αρχαίους πολιτισμούς, όπως ο αιγυπτιακός, εφαρμόζεται σήμερα στην εβραϊκή θρησκεία, τον Ισλαμισμό, σε μερικές… …
42πλαγιοτομία — η, ΝΑ νεοελλ. (γεωδ. τοπογρ.) ειδική περίπτωση εφαρμογής τής εμπροσθοτομίας, όταν ένα από τα δύο γνωστά σημεία είναι απρόσιτο, όπως λ.χ. είναι ένα αδιάβατο έδαφος ή η κορυφή ενός καμπαναριού κ.λπ. αρχ. λοξή εντομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + τομία… …
43προκατασχάζω — Α 1. εγχαράσσω 2. (για γιατρό) κόβω άρρωστο μέρος ή μέλος τού σώματος («ἐπὶ γαγγραινουμένων προκατασχασθέντων», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασχάζω «σχίζω με μαχαίρι, κάνω εντομή»] …
44ρετσίνα — Κοινή ονομασία της τερεβινθίνης, ρητίνης που ρέει είτε από μόνη της είτε μετά από εντομή του κορμού των δέντρων της οικογένειας των Κωνοφόρων και των Τερεβινθιδών. Το ρ. ανήκει στα βάλσαμα και αποτελείται από τερεβινθέλαιο, ρητινικά οξέα και… …
45σταφίδα — Ο αποξηραμένος μαύρος καρπός της σταφιδαμπέλου, αλλά και η ίδια η σταφιδάμπελος, όπως επίσης και το κτήμα που φέρει φυτεία σταφιδαμπέλου. Ασταφίς και σταφίς ήταν όροι με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν κάθε αποξηραμένη σταφυλή. Η… …
46σχάζω — ΝΜΑ, και σχάω ΜΑ ανοίγω σχισμή, κάνω εντομή νεοελλ. 1. (μτβ.) σχίζω στα δύο, διασπώ («τα επιταχυνόμενα σωματίδια σχάζουν τους πυρήνες τών βομβαρδιζόμενων πυρήνων») 2. (αμτθ.) α) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι («τα σύκα άρχισαν να σχάζουν») β) ναυτ.… …
47σχάσμα — ατος, τὸ, Α [σχάζω] 1. εντομή, σχάση 2. (για μηχανή) χαλάρωση …
48τερεβινθίνη — Bλ. λ. ρετσίνι. * * * η, Ν χημ. ελαιορητίνη που εκρέει είτε αυτόματα είτε, συχνότερα, μετά από εντομή τού κορμού ορισμένων δένδρων, όπως λ.χ. τών κωνοφόρων και τών τερεβενθιδών, κν. ρετσίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. terebenthine (<… …
49υπόζωμα — το / ὑπόζωμα, ΝΑ [ὑποζώννυμι] 1. ζωολ. (στα έντομα) εντομή που διαχωρίζει τον θώρακα από την κοιλία 2. ναυτ. ζωστήρας από χοντρό σχοινί που περιβάλλει κατά μήκος το πλοίο και συγκρατεί τις σανίδες στον σκελετό του, αλλ. υπόζωσμα νεοελλ. ναυτ.… …
50χάραξη — η / χάραξις, άξεως, ΝΜΑ [χαράσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαράσσω, εγκοπή, εντομή νεοελλ. 1. σήμανση και καθορισμός τών θεμελίων μιας μελλοντικής κατασκευής 2. η σχεδιαστική απεικόνιση ενός τεχνικού έργου 3. τράβηγμα γραμμών με χάρακα… …