ἐντομή

  • 31κατάσχασμα — κατάσχασμα, άσματος, τὸ (Α) [κατασχάζω] (για τραύμα, πληγή) χάραγμα, εντομή …

    Dictionary of Greek

  • 32κατασχάζω — (Α κατασχάζω) σχίζω με μαχαίρι, ανοίγω κόβοντας, κάνω εντομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σχάζω «εντέμνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 33κατατομή — η (AM κατατομή) [κατατέμνω] η από τα πλάγια όψη ενὸς προσώπου ή αντικειμένου, το προφίλ, σε αντιδιαστολή προς την κατά πρόσωπο όψη νεοελλ. 1. (για οικοδόμημα, κόσμημα, σκεύος κ.λπ.) κατακόρυφη τομή που γίνεται για να παρασταθεί το εσωτερικό ή τα… …

    Dictionary of Greek

  • 34λιβάνι — Κομμεορρητίνη που βγαίνει με χάραξη του κορμού των δικοτυλήδονων φυτών του γένους Βοswellia, της οικογένειας των βουρσεριδών, της διαίρεσης των μαγνολιοφύτων. Τα κύρια είδη από τα οποία γίνεται η εξαγωγή του λ. είναι η Βοswellia carterii, που… …

    Dictionary of Greek

  • 35οδηγητής — ο, θηλ. οδηγήτρια και οδηγήτρα (ΑΜ ὁδηγητήρ, ῆρος) αυτός που οδηγεί, οδηγός / νεοελλ. 1. ο καθοδηγητής, ο ηγέτης 2. το θηλ. η οδηγήτρια α) σταθερή γραμμή ή καμπύλη η οποία χρησιμεύει ως οδηγός για την περιγραφή καμπύλης ή επιφάνειας β) τεχνολ. ο… …

    Dictionary of Greek

  • 36ολκός — (I) ὁλκός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έλκει, ελκτικός («μάθημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῡ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν», Πλάτ.) 2. άπληστος, λαίμαργος 3. αυτός που σύρεται καταγής 4. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλκά δυνατά» 5. (η αιτ. τού ουδ. στον συγκριτ. ως επίρρ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 37ολόστομος — (I) η, ο ζωολ. χαρακτηρισμός τού οστράκου τών γαστερόποδων μαλακίων που έχει στόμιο χωρίς εντομή. (II) ὁλόστομος, ον (Α) (για σιδερένιο δακτυλίδι) ο εξ ολοκλήρου στομωμένος, βαμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + στόμα] …

    Dictionary of Greek

  • 38παρεντομή — η ναυτ. η από κατασκευής καμπυλότητα στις ραφές ενός τετράγωνου ιστίου, η οποία διευκολύνει το μουδάρισμά του σε περίπτωση κακοκαιρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εντομή. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …

    Dictionary of Greek

  • 39παρεπιτομή — ἡ, Α πλάγια εντομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐπιτομή «επιφανειακή τομή»] …

    Dictionary of Greek

  • 40περισκυφισμός — ὁ, ΜΑ [περισκυφίζω] (ίσως ο γνήσιος τ. τού περισκυθισμός) κυκλική εντομή στο περίκρανο, στο τριχωτό τμήμα τού κρανίου …

    Dictionary of Greek