ἐντομή

  • 21έντμημα — ἔντμημα, το (Α) εντομή …

    Dictionary of Greek

  • 22αμυχή — η (Α ἀμυχή) επιπόλαιο τραύμα τού δέρματος, σχίσιμο, γρατσουνιά, γρατσούνισμα αρχ. 1. Ιατρ. εγχάραξη, εντομή 2. τραύμα, ίχνος από στραγγαλισμό 3. το ξέσχισμα τών ρούχων ως σημείο πένθους (πρβλ. ἄμυξις). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυχηδόν,… …

    Dictionary of Greek

  • 23αποχάραξη — η (Α ἀποχαράξις) χαραματιά, εντομή αρχ. αμυχή, γρατζουνιά …

    Dictionary of Greek

  • 24δικρανίζω — και δικρανώ [δικράνι] 1. σχίζω το άκρο μιας ράβδου στα δύο, τής δίνω δικρανωτό, διχαλωτό σχήμα 2. ενώνω δύο κομμάτια ξύλου τοποθετώντας την προεξοχή τού ενός στην εντομή τού άλλου 3. σκαλίζω με δικράνι …

    Dictionary of Greek

  • 25διπλόη — η (AM διπλόη) [διπλούς] 1. πτυχή, κοίλωμα 2. το μέρος τής ραφής τών οστών τού κρανίου, η εντομή τού κρανίου αρχ. μσν. υποκρισία, ανειλικρίνεια αρχ. 1. (για μέταλλα) πτυχή, σχισμάδα, σύνδεσμος (π.χ. δύο σιδερένιων πλακών) 2. (για χρησμό) ασάφεια,… …

    Dictionary of Greek

  • 26εγκοπή — η (AM ἐγκοπή) χαρακιά, εντομή νεοελλ. εσοχή σε αντικείμενο για να προσαρμοστεί σε αντίστοιχη προεξοχή άλλου αντικειμένου αρχ. 1. διακοπή 2. εμπόδιο, κώλυμα …

    Dictionary of Greek

  • 27εγχάραγμα — το (AM ἐγχάραγμα) νεοελλ. εντομή, χαραματιά αρχ. (για έδαφος) κοίλωμα, χαράδρα …

    Dictionary of Greek

  • 28επιδιαιρώ — ἐπιδιαιρῶ, έω (AM) διαμοιράζω πάλι, διανέμω εκ νέου αρχ. 1. κάνω με εγχείρηση νέα εντομή 2. μέσ. ἐπιδιαιροῡνται μοιράζονται μεταξύ τους …

    Dictionary of Greek

  • 29επιτοξίτις — ἐπιτοξῑτις, ἡ (Α) η εντομή ή το κοίλωμα στο τόξο όπου τοποθετείται το βέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τοξίτις «χορδή τόξου»] …

    Dictionary of Greek

  • 30κανθός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ευβοέα Καννίδη και εγγονός του Άβαντα. Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και σκοτώθηκε στην Κολχίδα από τον βασιλιά των Ιαπύγων. Μερικοί τον θεωρούν επώνυμο της πόλης Ακάνθου της Χαλκιδικής, που… …

    Dictionary of Greek