ἐνσκέλλω

  • 1ενσκέλλω — ἐνσκέλλω, επικ. τ. ἐνισκέλλω (Α) [σκέλλω] ξηραίνω («τοῡτο [τὸ φλέγμα] ὑπὸ τῆς θερμασίης ἐνέσκληκε», Ιπποκρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 2ενισκέλλω — ἐνισκέλλω (Α) ποιητ. τ. τού ενσκέλλω*, ξηραίνω …

    Dictionary of Greek