ἐνορῶ
1ενορώ — (AM ἐνορῶ, άω Α και ιων. τ. ένορέω) [ορώ] διαβλέπω, προβλέπω ότι θα επέλθει κάτι («ἐνεώρα τιμωρίην ἐσομένην» διέβλεπε, διαισθανόταν ότι η εκδίκηση θα επέλθει, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλέπω, αντιλαμβάνομαι κάτι με την ενόραση 2. βλέπω κάποιο θέμα στο… …
2ἐνορῶ — ἐνοράω see pres imperat mp 2nd sg ἐνοράω see pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐνοράω see pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐνοράω see pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐνοράω see pres ind act 1st sg (attic epic doric… …
3ενορέω — ἐνορέω (Α) βλ. ενορώ …
4ενορατικός — ή, ό [ενορώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενόραση («ενορατικά φαινόμενα») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την ικανότητα τής ενόρασης …
5ενόραση — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η αντίληψη ή η κατανόηση κάποιου αντικειμένου είναι δυνατή μόνο με τη νοητική εποπτεία και χωρίς συλλογισμό. Η ε. ήταν η θεμελιώδης αρχή των νεοπλατωνικών και όλων των μυστικιστών. Κατά τους νεότερους… …
6ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …
7παρενείδον — Α (αόρ. β σε χρήση ενεστ. τού αχρ. ρ. παρενορῶ, άω) αποβλέπω κρυφά σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐνεῖδον, αόρ. β τοῦ ἐνορῶ] …