ἐνοπή τε
1ενοπή — ἐνοπή, η (Α) 1. φωνή, βοή, κραυγή, θρήνος («Τρῶες μὲν κλαγγῇ τ ἐνοπῇ τ ἴσαν ὄρνιθες ὥς», Ομ. Ιλ.) 2. (ειδ.) πολεμική κραυγή, βοή 3. γεν. φωνή («εἴ πως... βροτῶν ἐνοπήν τε πυθοίμην» μήπως άκουγα φωνή ανθρώπων, Ομ. Οδ.) 4. (για πράγμ.) ήχος, κρότος …
2ενόπη — ἐνόπη, η (Α) σκουλαρίκι, ενώτιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνήθης στον πληθ. ενόπαι προήλθε από τη συνεκφορά εν οπαίς (πρβλ. διόπαι)] …
3ἐνοπῇ — ἐνοπή crying fem dat sg (attic epic ionic) …
4ἐνοπή — crying fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5Ἐνόπη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
6ἐνόπη — ear ring fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
7ἐνοπαῖς — ἐνοπή crying fem dat pl …
8ἐνοπαῖσι — ἐνοπή crying fem dat pl (epic ionic aeolic) …
9ἐνοπαί — ἐνοπή crying fem nom/voc pl …
10ἐνοπᾶς — ἐνοπή crying fem gen sg (doric aeolic) …