ἐννέπω
1εννέπω — ἐννέπω (Α) άλλ. τ. αντί ενέπω* …
2ἐννέπω — ἐνέπω tell pres subj act 1st sg ἐνέπω tell pres ind act 1st sg …
3сочить — сочу искать, выслеживать (зверя, вора) , укр. сочити подкарауливать , блр. сочыць, др. русск. сочити, сочу искать, разыскивать; вести тяжбу , сочьба донос , сербск. цслав. сочити indicare , болг. соча указываю , сербохорв. со̀чити, со̀чи̑м… …
4άσπετος — ἄσπετος, ον (Α) 1. ο άρρητος, ο ανέκφραστος 2. (για αριθμούς) ο αναρίθμητος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) υπέρμετρα, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ά σπ ετος (του οποίου η αρχική σημασία είναι «άρρητος») < αστερ. + (ρίζα) *sekw , αποτελεί ρηματικό επίθ.… …
5ένθεν — (AM ἔνθεν) επίρρ. (δεικτ.) 1. (για τόπο) από εκεί, απ αυτό το μέρος («τοὺς δ ἔνθεν ἀναστήσας ἄγεν ἥρως», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «ἔνθεν καὶ ἔνθεν» απ’ εδώ κι απ εκεί («ἔνθεν και ἔνθεν ἐπορεύοντο οί ὁπλοφόροι», Ξεν.) β) «ἔνθεν κἀκεῑθεν» απ εδώ και απ… …
6απεννέπω — ἀπεννέπω κ. ἀπενέπω (Α) 1. απαγορεύω, δεν επιτρέπω 2. αποδοκιμάζω, αποστέργω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + εννέπω ή ενέπω «λέγω, αποτείνω τον λόγο»] …
7ενέπω — ἐνέπω και ἐννέπω (Α) 1. διηγούμαι, αφηγούμαι («ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῡσα, πολύτροπον», Ομ. Οδ.) 2. μιλώ, συζητώ 3. υποδηλώνω («κτενῶν νιν, ὡς τοὔνειρον ἐννέπει τόδε», Αισχίν.) 4. μιλώ παραινετικά 5. καλώ, ονομάζω 6. αποτείνω τον λόγο …
8επεννέπω — ἐπεννέπω (Α) λέω κατόπιν ή με κάποια ευκαιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εννέπω (< ενFέπω, με αφομοίωση)] …
9μετεννέπω — (Α) μιλώ μεταξύ πολλών, λέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐννέπω «διαλέγομαι, ομιλώ»] …
10παρεννέπω — Α 1. ενθαρρύνω, εμψυχώνω, παρηγορώ 2. προτρέπω, παρακινώ, συμβουλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐννέπω / ἐνέπω «συζητώ, μιλώ παραινετικά»] …
- 1
- 2