ἐννέπω
11προεννέπω — και προὐννέπω Α προαναγγέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐννέπω «διηγούμαι, μιλώ»] …
12προσεννέπω — Α (ποιητ. τ.) 1. προσφωνώ, προσαγορεύω 2. χαιρετίζω («Χείρωνα προσέννεπε φωνᾷ», Πίνδ.) 3. ικετεύω, παρακαλώ 4. προτρέπω 5. φρ. «προσεννέπειν τινά τι» καλώ κάποιον με το όνομά του, ονομαστικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐνέπω / ἐννέπω «διηγούμαι,… …
13συνεννέπω — Α συμφωνώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐννέπω «μιλώ, διηγούμαι»] …
14sekʷ-2 — sekʷ 2 English meaning: to see, show; to speak Deutsche Übersetzung: “bemerken, sehen; zeigen”, originally “wittern, spũren” and (jũnger) ‘sagen” Note: identical with sekʷ 1. Material: Gk. ἐνέπω, ἐννέπω ( νν verbalism the… …
Страницы
- 1
- 2