ἐννοσσεύω
1εννοσσεύω — ἐννοσσεύω (AM) μτγ. τ. αντί εννεοσσεύω …
2εννόσσευσις — ἐννόσσευσις, η (Μ) [εννοσσεύω] η ενέργεια τού εννοσσεύω, η κατασκευή φωλιάς …
3εννεοσσεύω — ἐννεοσσεύω και ἐννοσσεύω, αττ. τ. ἐννεοττεύω (AM) [νεοσσεύω] 1. (για πουλιά) κάθομαι σαν κλώσσα πάνω στα αβγά, κλωσσώ, επωάζω 2. (με αιτ.) μτφ. επωάζω, εκτρέφω («παρὰ σοὶ ἐννεοττεύσας ἔρωτα ὑπόπτερον» αφού εξέτρεφε [ανέπτυσσε] κοντά σου φτερωτό… …
4ԱՄՐԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0075 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c չ. ὁχυρόομαι munior, firmor, circumsepior, circumvallor Ամո՛ւր լինել. ամրութիւն զգենուլ. զինիլ. պնդիլ. զգուշանալ. պատիլ. յապահովիլ. ամըրնալ, պատրաստուիլ …