ἐνναίρω

  • 1ενναίρω — ἐνναίρω (Α) επικ. τ. τού εναίρω* φονεύω, εξολοθρεύω …

    Dictionary of Greek

  • 2εναίρω — ἐναίρω και ἐνναίρω (Α) 1. φονεύω, σκοτώνω σε μάχη (α. «ἐκ τοῡ δὴ τόξοισι δεδεγμένος ἄνδρας ἐναίρω», Ομ. Ιλ.) β) «κάπρους τ ἔναιρε», Πίνδ.) 2. (για πράγμ.) φθείρω, καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξαφανίζω …

    Dictionary of Greek