ἐνισχύω
1ενισχύω — ενισχύω, ενίσχυσα βλ. πίν. 5 …
2ενισχύω — (AM ἐνισχύω) [ισχύω] δυναμώνω, βοηθώ, ισχυροποιώ, ανακουφίζω («τόν ενίσχυσε χρηματικά») αρχ. 1. (αμτβ.) υπερισχύω, επικρατώ, γίνομαι ισχυρότερος («ἐν ταῑς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα καὶ τὰ ἤθη», Αριστοτ.) 2. (απολ.) ισχύω, κρατώ 3. αποκτώ δυνάμεις …
3ενισχύω — ενίσχυσα, ενισχύθηκα, ενισχυμένος, μτβ., συντελώ στο να γίνει κάποιος ισχυρότερος, τον δυναμώνω, βοηθώ, συντρέχω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐνισχύω — ἐνισχύ̱ω , ἐν ἰσχύω to be strong pres subj act 1st sg ἐνισχύ̱ω , ἐν ἰσχύω to be strong pres ind act 1st sg …
5προσεπιρρώννυμι — Α ενισχύω επίσης, ενισχύω ακόμη περισσότερο («προσεπέρρωσε τὴν ὁρμὴν ὁ Μιθριδάτου θάνατος», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιρρώννυμι «ενισχύω, ενδυναμώνω»] …
6δυναμώνω — (AM δυναμῶ, όω) [δύναμις] 1. δίνω δύναμη, ενισχύω, ισχυροποιώ, τονώνω 2. αποκτώ δυνάμεις, τονώνομαι μσν. νεοελλ. 1. ενθαρρύνω κάποιον 2. ενισχύω, εξοπλίζω 3. (για τόπο) οχυρώνω μσν. 1. σκληραίνω κάτι 2. επιδοκιμάζω, επικροτώ 3. (με την προθ. εις) …
7επισχύω — (Α ἐπισχύω) [ισχύω] νεοελλ. ναυτ. ενισχύω τα πλοία που καταδιώκουν τον εχθρό αποσπώντας μονάδες από την κύρια ναυτική δύναμη αρχ. 1. ενισχύω, δίνω δύναμη («καὶ φίλους ἐπωφελεῑν καὶ πόλιν ἐπισχύειν», Ξεν.) 2. (αμτβ.) είμαι, γίνομαι ισχυρός,… …
8συνεπισχύω — Α 1. ενισχύω κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο 2. ιατρ. συντελώ («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῡ κάμνοντος κίνδυνον», Γαλ.) 3. αστρολ. (για πλανήτες) συνδυάζω ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπισχύω «ενισχύω, δυναμώνω»] …
9υποκρατύνω — Α υποστηρίζω, ενισχύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κρατύνω «ενισχύω»] …
10χαλυβδώνω — και χαλυβώνω Ν 1. μεταβάλλω τον σίδηρο σε χάλυβα 2. ενισχύω μεταλλικό αντικείμενο με χάλυβα 3. μτφ. δυναμώνω, ενισχύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας. Ο τ. χαλυβδώνω, κατ επίδραση τού μόλυβδος. Η λ., στον λόγιο τ. χαλυβῶ, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ …