ἐνεργός
1ἐνεργός — at work masc/fem nom sg …
2ενεργός — ή, ό (AM ἐνεργός, όν) [έργον] 1. αυτός που βρίσκεται σε ενέργεια, σε ενεργό υπηρεσία («ενεργός στρατός») 2. ενεργητικός, σε ενέργεια (σε αντίθεση με αυτόν που βρίσκεται σε λανθάνουσα ή εφεδρική κατάσταση) 3. δραστήριος, ενεργητικός,… …
3ενεργός, -ός, -ό — επίρρ. ά 1. που είναι σε ενέργεια, ο κατάλληλος για ενέργεια: Ενεργός στρατός. 2. αποδοτικός, που αποφέρει κέρδος, παραγωγικός: Ενεργά χρήματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ενεργός θερμοκρασία — (Αστρον.). Η επιφανειακή θερμοκρασία Te ενός αστέρα, όταν εκφράζεται ως θερμοκρασία ενός μελανού σώματος (δηλαδή ενός ιδανικού πομπού θερμικής ακτινοβολίας), που έχει την ίδια ακτίνα με τον αστέρα και εκπέμπει το ίδιο ολικό ποσό ενέργειας Ε ανά… …
5ἐνεργότερον — ἐνεργός at work adverbial comp ἐνεργός at work masc acc comp sg ἐνεργός at work neut nom/voc/acc comp sg …
6ἐνεργόν — ἐνεργός at work masc/fem acc sg ἐνεργός at work neut nom/voc/acc sg …
7ἐνεργότατα — ἐνεργός at work adverbial superl ἐνεργός at work neut nom/voc/acc superl pl …
8ἐνεργότατον — ἐνεργός at work masc acc superl sg ἐνεργός at work neut nom/voc/acc superl sg …
9ἐνεργοτάτη — ἐνεργός at work fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …
10ἐνεργοτάτην — ἐνεργός at work fem acc superl sg (attic epic ionic) …