ἐνεργοτέρᾳ
1ἐνεργοτέρα — ἐνεργοτέρᾱ , ἐνεργός at work fem nom/voc/acc comp dual ἐνεργοτέρᾱ , ἐνεργός at work fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
2ἐνεργοτέρᾳ — ἐνεργοτέρᾱͅ , ἐνεργός at work fem dat comp sg (attic doric aeolic) …
3ἐνεργοτέραν — ἐνεργοτέρᾱν , ἐνεργός at work fem acc comp sg (attic doric aeolic) …
4Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …