ἐνεδαίετο
1ἐνεδαίετο — ἐνδαίω 1 light imperf ind mp 3rd sg ἐνδαίω 2 distribute imperf ind mp 3rd sg …
2ενδαίω — (I) ἐνδαίω (Α) 1. ανάβω μέσα σε κάποιον («γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα» η Ήρα άναβε γλυκό πόθο μέσα στην ψυχή τών ημιθέων) 2. φρ. α) «ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται» τα μάτια του έκαιγαν, έβγαζαν σπίθες β) «βέλος δ ἐνεδαίετο κούρῃ φλογὶ εἴκελον» το …