ἐνδοιασμός
1ἐνδοιασμός — masc nom sg …
2ενδοιασμός — ο (Μ ἐνδοιασμός) δισταγμός, αμφιβολία, ταλάντευση …
3ἐνδοιασμοῖς — ἐνδοιασμός masc dat pl …
4ἐνδοιασμοῦ — ἐνδοιασμός masc gen sg …
5ἐνδοιασμῷ — ἐνδοιασμός masc dat sg …
6ἐνδοιασμόν — ἐνδοιασμός masc acc sg …
7αμηχανία — η (Α ἀμηχανία) [ἀμήχανος] απορία, έλλειψη τρόπου για διέξοδο από δυσχέρειες, στενοχώρια νεοελλ. δυσχέρεια, αμφιβολία, ενδοιασμός αρχ. έλλειψη μέσων και τρόπων για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών, ένδεια …
8αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… …
9διαφόρηση — η (Α διαφόρησις) 1. διασπορά, σκόρπισμα 2. άφθονη εφίδρωση αρχ. 1. αρπαγή, κλέψιμο 2. εξάτμιση, διάλυση 3. εξάντληση 4. αμφιβολία, ενδοιασμός, αμηχανία …
10δισταγμός — ο (AM δισταγμός Α και διστασμός) [διστάζω] το να διστάζει κανείς, ενδοιασμός αρχ. αμφιβολία …
- 1
- 2