ἐνδιατρίβω
1ἐνδιατρίβω — ἐνδιατρί̱βω , ἐνδιατρίβω spend pres subj act 1st sg ἐνδιατρί̱βω , ἐνδιατρίβω spend pres ind act 1st sg …
2ενδιατρίβω — (AM ἐνδιατρίβω) 1. μένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («Ἀννίβας... ἐνδιέτριβε τῇ παρὰ τὸν Ἀδρίαν χώρᾳ», Πολ.) 2. (για λόγο) επιμένω στις λεπτομέρειες («διό μᾱλλον ἄν τις ἐνδιατρίψειε περί αὐτῶν», Αριστοτ.) 3. ασχολούμαι με κάτι, επιμένω,… …
3ἐνδιατρίβητε — ἐνδιατρίβω spend aor imperat pass 2nd pl ἐνδιατρί̱βητε , ἐνδιατρίβω spend pres subj act 2nd pl ἐνδιατρίβω spend aor ind pass 2nd pl (homeric ionic) …
4ἐνδιατρῖβον — ἐνδιατρίβω spend pres part act masc voc sg ἐνδιατρίβω spend pres part act neut nom/voc/acc sg …
5ἐνδιέτριβεν — ἐνδιατρίβω spend aor ind pass 3rd pl (epic) ἐνδιέτρῑβεν , ἐνδιατρίβω spend imperf ind act 3rd sg …
6ἐνδιατρῖψαι — ἐνδιατρίβω spend aor inf act …
7ἐνδιατρίβετε — ἐνδιατρί̱βετε , ἐνδιατρίβω spend pres imperat act 2nd pl ἐνδιατρί̱βετε , ἐνδιατρίβω spend pres ind act 2nd pl ἐνδιατρί̱βετε , ἐνδιατρίβω spend imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
8ἐνδιατρίβῃ — ἐνδιατρί̱βῃ , ἐνδιατρίβω spend pres subj mp 2nd sg ἐνδιατρί̱βῃ , ἐνδιατρίβω spend pres ind mp 2nd sg ἐνδιατρί̱βῃ , ἐνδιατρίβω spend pres subj act 3rd sg …
9ἐνδιατρίψει — ἐνδιατρί̱ψει , ἐνδιατρίβω spend aor subj act 3rd sg (epic) ἐνδιατρί̱ψει , ἐνδιατρίβω spend fut ind mid 2nd sg ἐνδιατρί̱ψει , ἐνδιατρίβω spend fut ind act 3rd sg …
10ἐνδιατρίψουσιν — ἐνδιατρί̱ψουσιν , ἐνδιατρίβω spend aor subj act 3rd pl (epic) ἐνδιατρί̱ψουσιν , ἐνδιατρίβω spend fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνδιατρί̱ψουσιν , ἐνδιατρίβω spend fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …