ἐνδιατρίβω
51ἐνδιατρίβοιμεν — ἐνδιατρί̱βοιμεν , ἐνδιατρίβω spend pres opt act 1st pl …
52ἐνδιατρίβοντας — ἐνδιατρί̱βοντας , ἐνδιατρίβω spend pres part act masc acc pl …
53ἐνδιατρίβοντες — ἐνδιατρί̱βοντες , ἐνδιατρίβω spend pres part act masc nom/voc pl …
54ἐνδιατρίβοντος — ἐνδιατρί̱βοντος , ἐνδιατρίβω spend pres part act masc/neut gen sg …
55ἐνδιατρίβουσα — ἐνδιατρί̱βουσα , ἐνδιατρίβω spend pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …
56ἐνδιατρίβουσαν — ἐνδιατρί̱βουσαν , ἐνδιατρίβω spend pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …
57ἐνδιατρίβωμεν — ἐνδιατρί̱βωμεν , ἐνδιατρίβω spend pres subj act 1st pl …
58ἐνδιατρίβων — ἐνδιατρί̱βων , ἐνδιατρίβω spend pres part act masc nom sg …
59ἐνδιατρίβωσι — ἐνδιατρί̱βωσι , ἐνδιατρίβω spend pres subj act 3rd pl …
60ἐνδιατρίβῃς — ἐνδιατρί̱βῃς , ἐνδιατρίβω spend pres subj act 2nd sg …