ἐνδιατρίβω

  • 31ἐνδιέτριβον — ἐνδιέτρῑβον , ἐνδιατρίβω spend imperf ind act 3rd pl ἐνδιέτρῑβον , ἐνδιατρίβω spend imperf ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 32ἐνδιέτριψ' — ἐνδιέτρῑψα , ἐνδιατρίβω spend aor ind act 1st sg ἐνδιέτρῑψε , ἐνδιατρίβω spend aor ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 33διαμένω — (AM διαμένω) κατοικώ, μένω κάπου για ένα διάστημα, ενδιατρίβω αρχ. (για καταστάσεις και ιδιότητες) παραμένω 2. (για χρώματα) διαρκώ 3. επιμένω («διαμένει ἐν ἑαυτῷ» επιμένει στον ίδιο σκοπό) 4. τηρώ τη θέση μου 5. ζω 6. υπομένω 7. εξακολουθώ …

    Dictionary of Greek

  • 34εναναστρέφομαι — ἐναναστρέφομαι (Α) καταγίνομαι, ασχολούμαι, ενδιατρίβω …

    Dictionary of Greek

  • 35τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… …

    Dictionary of Greek

  • 36ԴԵԳԵՐԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0607 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c, 12c ն. διατρίβω, ἑνδιατρίβω moror, commoror, incumbo, studeo Թարթափիլ. կալ մնալ ուրեք, եւ պարապիլ կամ կրթիլ յիրս ինչ. պատաղիլ. յամել առ ժամանակ մի. եւ Տատանիլ. բանի մը հետ ըլլալ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 37ՀԱՆԱՊԱԶՈՐԴԵՄ — (եցի.) NBH 2 0035 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c, 11c, 12c չ. προσκαρτερέω semper sum praesto, perduro. Օր ըստ օրէ կամ ստէպ կանխել. դեգերիլ. մշտ գալ կամկ կալ. անխափան պարապիլ. շարունակել. *Հանապազորդէին ʼի տանն յովակիմայ. Դան.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 38ՀԱՆԱՊԱԶՈՐԴԻՄ — ( ) NBH 2 0036 Chronological Sequence: 6c, 10c, 11c ն.կ.ձ. ՀԱՆԱՊԱԶՈՐԴԵԼ ՀԱՆԱՊԱԶՈՐԴԻԼ. ἑνδιατρίβω frequentius utor διατελέω continuo. Անընդհատ առնել, եւ լինել. յերկարել, իլ. *Նա զնոյնս հանապազորդէ. Ոսկ. յհ. ՟Բ. 17: *Նոյն խորհուրդ զենման միշտ… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 39ՅԱՄԵՄ — (եցի.) NBH 2 0319 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c, 11c չ. ՅԱՄԵՄ որ եւ ՅԱՄԵՆԱԼ. (Արմատն է Յամ. եւ նորա՝ Ամ. իբր Ամանակել, որպէս ասի ʼի յն.) χρονίζω, ἑγχρονίζω longo tempore duro, moror, immoror μένω, ἑπιμένω, βραδύνω tardo,… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 40ἐνδιατετριφέναι — ἐνδιατετρῑφέναι , ἐνδιατρίβω spend perf inf act …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)