ἐνδιάθετος
1ἐνδιάθετος — residing in the mind masc/fem nom sg …
2ενδιάθετος — η, ο (AM ἐνδιάθετος, ον) 1. αυτός που ευρίσκεται ή γίνεται μέσα στην ψυχή χωρίς να εκφράζεται («ενδιάθετος λόγος») 2. εκείνος που προέρχεται από τη νόηση 3. έμφυτος, φυσικός 4. φρ. «ἐνδιάθετα βιβλία τής Ἁγίας Γραφῆς» τα αναγνωρισμένα ως κανονικά… …
3ενδιάθετος — η, ο επίρρ. α που βρίσκεται ή συμβαίνει στη διάθεση της ψυχής, ενδόμυχος, μύχιος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Λόγος ενδιάθετος — (logos endiathetos) (греч.) слово внутреннее. Внутренняя речь (стоики). Логос, существующий в боге (Филон Александрийский). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С …
5ἐνδιαθετώτερον — ἐνδιάθετος residing in the mind masc acc comp sg ἐνδιάθετος residing in the mind neut nom/voc/acc comp sg ἐνδιάθετος residing in the mind adverbial …
6ἐνδιαθέτως — ἐνδιάθετος residing in the mind adverbial ἐνδιάθετος residing in the mind masc/fem acc pl (doric) …
7ἐνδιάθετον — ἐνδιάθετος residing in the mind masc/fem acc sg ἐνδιάθετος residing in the mind neut nom/voc/acc sg …
8ἐνδιαθέτοις — ἐνδιάθετος residing in the mind masc/fem/neut dat pl …
9ἐνδιαθέτου — ἐνδιάθετος residing in the mind masc/fem/neut gen sg …
10ἐνδιαθέτους — ἐνδιάθετος residing in the mind masc/fem acc pl …