ἐνδείᾳ
1ἐνδεία — ἐνδείᾱ , ἔνδεια want fem nom/voc/acc dual …
2ἐνδείᾳ — ἐνδείᾱͅ , ἔνδεια want fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ἔνδεια — want fem nom/voc sg …
4ένδεια — η (AM ἔνδεια) 1. έλλειψη τών αναγκαίων, απορία 2. έλλειψη («ένδεια χρημάτων, πόρων, θάρρους», «ένδεια πνευματική», «ἔνδεια δυνάμεως») αρχ. 1. στέρηση, έλλειψη (σε αντίθεση προς την υπερβολή) («μετρητική... ὑπερβολῆς τε καὶ ἐνδείας») 2. λιμός,… …
5ένδεια — η 1. έλλειψη, στέρηση, ανεπάρκεια. 2. στέρηση των αναγκαίων για τη ζωή, φτώχεια, ανέχεια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6ἐνδείας — ἐνδείᾱς , ἔνδεια want fem acc pl ἐνδείᾱς , ἔνδεια want fem gen sg (attic doric aeolic) …
7ἐνδείαι — ἐνδείᾱͅ , ἔνδεια want fem dat sg (attic doric aeolic) …
8ἐνδειῶν — ἔνδεια want fem gen pl …
9ἐνδείαις — ἔνδεια want fem dat pl …
10ἐνδείης — ἔνδεια want fem gen sg (epic ionic) …