ἐνδέξια
1ἐνδεξία — ἐνδεξίᾱ , ἐνδέξιος towards the right hand fem nom/voc/acc dual ἐνδεξίᾱ , ἐνδέξιος towards the right hand fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἐνδεξιᾷ — ἐνδεξιόομαι go round from left to right pres subj mp 2nd sg ἐνδεξιόομαι go round from left to right pres ind mp 2nd sg (epic) …
3ἐνδέξια — ἐνδέξιος towards the right hand neut nom/voc/acc pl …
4ORNITHOMANTIA — Graecis dicta fuit, ex avibus praesagia desumendi ars: Has enim Deorum ministras, ab iisdem hominibus obici, ut futura ex illis discerent, veteri superstitione creditum. Ovid. Fastor. l. 1. v. 447. Nam Diis ut proxima quaeque, Nunc pennâ veras,… …
5ενδέξιος — ἐνδέξιος, ία, ιον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται προς τη δεξιά πλευρά («ἐνδέξιος σῷ ποδὶ παρασπιστής γεγώς», Ευρ.) 2. αίσιος 3. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος 4. επιτήδειος, επιδέξιος 5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἐνδέξια προς τα δεξιά …
6νέκταρ — Σακχαρούχα ουσία που εκκρίνεται από ειδικά όργανα ή από αδενώδεις επιφάνειες (επιφανειακοί εκκριτικοί ιστοί) του φυτού, τα νεκτάρια, τα οποία βρίσκονται συνήθως στα άνθη, αλλά επίσης και σε άλλα φυτικά μόρια. Η παραγωγή του ν. από τα νεκτάρια των …